υγιηρός

υγιηρός
-ά, -όν, Α
1. ωφέλιμος στην υγεία, υγιεινός
2. (για πρόσ.) υγιής.
επίρρ...
ὑγιηρῶς Α
με υγεία, υγιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το νοσ-ηρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑγιηρός — Aër. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηρά — ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc pl ὑγιηρά̱ , ὑγιηρός Aër. fem nom/voc/acc dual ὑγιηρά̱ , ὑγιηρός Aër. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηρότερον — ὑγιηρός Aër. adverbial comp ὑγιηρός Aër. masc acc comp sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηρῶν — ὑγιηρός Aër. fem gen pl ὑγιηρός Aër. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηρόν — ὑγιηρός Aër. masc acc sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηρότατον — ὑγιηρός Aër. masc acc superl sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηροτάτους — ὑγιηρός Aër. masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηροί — ὑγιηρός Aër. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηροῦ — ὑγιηρός Aër. masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιηρῆς — ὑγιηρός Aër. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”